26 Σεπ 2013

Blue Jasmine

Αν δεν υπήρχε ο Woody Allen, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε. Ένας σκηνοθέτης, που κατ' ουσίαν δεν σκηνοθετεί. Ή  έτσι δείχνει. Στις ταινίες του παρακολουθείς, χωρίς κράχτες και ενοχλητικούς μεσάζοντες, ζωές: με τα σκαμπανεβάσματά  τους, τις σχεδόν κωμικές αλλά και  λιγότερο νόστιμες στιγμές τους χωρίς  τις φασαριόζικες υπερβολές στις οποίες μας έχει συνηθίσει το αμερικανικό  σινεμά. Άλλωστε η ίδια η ζωή, αν την αφήσεις απείραχτη σου  φυλάει τις μεγαλύτερες συγκινήσεις. Αρκεί να την ακούσεις, σαν κάνεις απόλυτη ησυχία.
Η μόνη παρέμβαση που μπορείς να πεις ότι από τις πρώτες κιόλας ταινίες του σε περιμένει, πιστή  στο ραντεβού; Όλα αυτά δίνονται με μιαν απαράμιλλη τζαζ διάθεση που  επιτρέπει να απορροφηθείς από όσα  βλέπεις στο πανί, συχνά σε καταιγιστικό τέμπο, να συμβαίνουν σε άλλους κοινούς  και κατατρεγμένους θνητούς. Τρέχοντας  μαζί, να προλάβετε τους ρυθμούς  των ζωών τους.
Στη γλυκόπικρη "Blue Jasmine", συμβαίνει ακριβώς αυτό. Παρακολουθείς  τη ζωή μιας γυναίκας που τα έχασε  όλα. Μαζί και ένα αξιοσημείωτο κομμάτι  της προσωπικότητάς της, που το ψάχνει σε χάπια, αλλεπάλληλα μαρτίνι και  άλλα μαγικά τρικ που θα μπορούσαν  από κάπου να της εμφανίσουν τα χαμένα κομμάτια του παζλ. Κατά πρώτο  λόγο, βλέπεις την ανώμαλη προσγείωσή της από την "καλή κοινωνία" στον άχαρο, ρυπαρό, κουραστικό, ψυχοφθόρο  κόσμο των καθημερινών ανθρώπων.
Δεν μπορείς να μη νιώσεις  συμπάθεια για την ηρωίδα αυτή. Τον έκπτωτο, όχι άγγελο, αλλά αμέριμνο καταναλωτή. Που από τις ακριβές  λεωφόρους του Μανχάταν ξέπεσε στις φτωχογειτονιές των βιοπαλαιστών: ατελείωτων λαϊκών τύπων που πολιορκούν σαν  τις μύγες γύρω από τη λάμπα  την αδερφή της. Σαν να μην της  έφτανε η τσουλήθρα από τον  κόσμο του (πολύ) χρήματος στον πλανήτη  των συνηθισμένων ανθρώπων. Οι οποίοι παρελαύνουν σε μια σειρά από  έντεχνα σμιλευμένους "δεύτερους" χαρακτήρες που ουκ ολίγες φορές  κλέβουν την παράσταση, αποσπούν για λίγο το βλέμμα από τη, χαρισματική  όπως και να την κάνεις, πρωταγωνίστρια: το καλό, τακτοποιημένο πλην σεξουαλικά στερημένο παιδί στο πρόσωπο  του οδοντιάτρου-εργοδότη της, ο  λαϊκός οικοδόμος, πρώτος άντρας της  αδερφής της που θα αναδειχθεί σε ένα βαθιά τραγικό, ανθρώπινο  πρόσωπο στη ροή της ταινίας - ίσως πιο τραγικό και από την  ίδια τη Jasmine -, ο επόμενος σύντροφος  της εξαρτημένης από μια ανδρική  παρουσία δίπλα της αδερφής, μονίμως  μουντζουρωμένος από τον ημερήσιο κάματο αλλά γεμάτος καθαρά, απαστράπτοντα  αισθήματα. Και άλλοι, πολλοί, τόσο προσεκτικά πλασμένοι, τόσο αντιφατικοί - τη μια  τους φοβάσαι, στις εκρήξεις τους, την  άλλη θες να τους νοιαστείς, σαν τους παίρνουν τα κλάματα - που θα μπορούσαν  να κάθονται, πραγματικοί, στο κάθισμα  δίπλα.
Η όλη πλοκή, εξέλιξη και  κορύφωση της ταινίας, πλήρως αντιηρωική. Ηρωικά αντιηρωική. Δεν έρχεται το ρημάδι το happy end, στο οποίο τόσο μας  έχουν εθίσει αμέτρητες δημιουργίες  του αμερικανικού κινηματογράφου. Όπως πολλές φορές δεν έρχεται στις Jasmine του κόσμου τούτου. Και η ταινία σε αφήνει με μια γλυκιά αίσθηση  ζωής. Ελάχιστα φιλτραρισμένης από  τον δημιουργό της, τόσο, όσο χρειάζεται για να βγεις από τη σκοτεινή αίθουσα  σιγοτραγουδώντας το Blue Moon.
* γράφτηκε για την Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

21 Σεπ 2013

Ποιος τελικά φταίει για τη Χρυσή Αυγή;

Η δολοφονία ενός ανθρώπου σε μια γειτονιά του Κερατσινίου πριν πολύ λίγες μέρες ξεκίνησε ένα κυνήγι θησαυρού σε τηλεοράσεις, social media, εφημερίδες, γύρω από το πώς γεννήθηκε και πήρε τις διαστάσεις που πήρε, σαν κοινωνικό πρόβλημα, η Χρυσή Αυγή. Βλέπει κανείς μέχρι και ανθρώπους να δηλώνουν με καμάρι "όχι, εγώ δεν ήμουν εκεί, στο Σύνταγμα", θεωρώντας, μέσα στο χάος ερμηνειών, απόψεων, θεωριών ότι το φαινόμενο "Χρυσή Αυγή" ίσως και να βλάστησε με τα συνθήματα έξω από το Κοινοβούλιο, την εποχή των "Αγανακτισμένων".

Ε λοιπόν όχι. Για τη Χρυσή Αυγή δε φταίμε όσοι βγήκαμε στις πλατείες εκείνο τον Μάη του 2011. Ούτε όσοι, ένα χρόνο νωρίτερα, την άνοιξη της Μαρφίν, πλημμύρισαν τους αθηναϊκούς δρόμους για να διαμαρτυρηθούν γι' αυτό που ερχόταν. Για το ότι περισσότεροι από 400.000 άνθρωποι ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή στις τελευταίες εκλογές δε φταίνε όσοι προσπάθησαν και προσπαθούν, όπως μπορούσε και μπορεί ο καθένας, να αντιδράσουν στη βία που ασκήθηκε και ασκείται σε έντεκα εκατομμύρια ζωές, καταστρέφοντας, ναυαγώντας, διαβρώνοντας, ερειπώνοντάς τις.

Για το φαινόμενο "Χρυσή Αυγή" ευθύνεται το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα. Ένα πολιτικό σύστημα που αποτελείται από ανθρώπους που αδυνατούν να καθίσουν και να κουβεντιάσουν ψύχραιμα ακόμα και για να "καταδικάσουν τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται". Ανθρώπους που τα έχουν τρία χρόνια τώρα χαμένα και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κατηγορούν για τα δεινά μιας ολόκληρης χώρας ο ένας τον άλλο με ύβρεις, επιθέσεις, χαρακτηρισμούς. Κάνοντας ό, τι μπορούν για να δημιουργηθεί ένα κλίμα σύγχυσης και έντασης γύρω τους - με τη συνδρομή, εδώ, των μεγάλων τηλεοπτικών καναλιών, που ακούραστα ανεβάζουν τα "σόου" ασυνεννοησίας. Περιμένοντας, κατά δήλωση του ίδιου του πρωθυπουργού, ένα θαύμα της Παναγίας τον δεκαπενταύγουστο για να βγει η χώρα που οι ίδιοι οδήγησαν στην πτώχευση από τον λάκκο που έχει πέσει.

Αν η Χρυσή Αυγή είναι, κατά τη γνωστή έκφραση, το αυγό του φιδιού, το φίδι δεν είναι παρά ένα σαθρό, πανικόβλητο, ανεπαρκές, διάτρητο από τη διαφθορά, τους άτεγκτους κομματικούς μηχανισμούς αναξιοκρατίας, την οικογενειοκρατία, την κολλητοκρατία, πολιτικό σύστημα. Το ίδιο που έδιωξε και διώχνει καθημερινά πολίτες προς πάσα κατεύθυνση: προς χώρες του εξωτερικού, ακόμα και προς την κατεύθυνση μιας εγκληματικής νεοναζιστικής οργάνωσης.

Το ότι έφτασαν, σήμερα, πολίτες να κατηγορούν άλλους πολίτες επειδή αντέδρασαν στο βιασμό των ζωών τους θεωρώντας ότι αυτή η αντίδραση γέννησε και γιγάντωσε τη Χρυσή Αυγή, αποδεικνύει ένα πράγμα: πόσο αδυνατεί η ελληνική κοινωνία να συγκροτηθεί σε ώριμη, ψύχραιμη, σκεπτόμενη κοινωνία πολιτών, που θα γεννήσει καινούργια κοινωνικά κινήματα, νέες εκφράσεις της βούλησης των πολιτών που θα πάρουν τη θέση των πεθαμένων, μουμιοποιημένων κομμάτων της αντιπολίτευσης τα οποία υπερέβησαν προ πολλού την ημερομηνία λήξης τους.  

19 Σεπ 2013

H κοινοτοπία του Κακού

Η ασημαντότητα, η κοινοτοπία του Κακού. Κάπως έτσι θα μπορούσε να μεταφραστεί ελληνικά η περίφημη φράση της πολιτικής φιλοσόφου Hannah Arendt γύρω από τον Adolf Eichmann, τον Ναζί αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τα τρένα που μετέφεραν εκατομμύρια μελλοθάνατους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Και του οποίου τη δίκη παρακολούθησε, ως ανταποκρίτρια του “New Yorker”, μεταπολεμικά στην Ιερουσαλήμ.Η άποψη της Arendt; Το Κακό δεν προέρχεται, δεν μας ήρθε στη γη από κάποιους άλλους πλανήτες, έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, πέραν της καθημερινής, θνητής ύπαρξής μας. Εκπροσωπείται και διαπράττεται από συνηθισμένους ανθρώπους, που αναθέτουν σε κάποιον άλλον να αποφασίσει για λογαριασμό τους περί καλού και κακού, περί σωστού και λάθους. O Eichmann το είχε αναθέσει στον Hitler, ο Γιώργος Ρουπακιάς στα πρωτοκλασάτα στελέχη-“καθοδηγητές” της Χρυσής Αυγής. Δεν θα έπρεπε δηλαδή να “ντύνουμε” το Κακό με εξωπραγματικές διαστάσεις, να του προσδίδουμε εξωγήινα, αλλόκοσμα χαρακτηριστικά.
Ο Γιώργος Ρουπακιάς ήταν απλώς ένας άνθρωπος που επέλεξε να επιλέγουν κάποιοι άλλοι γι' αυτόν. Και να γίνει εκτελεστικό τους όργανο. Παραδίδοντας τη νομοθετική εξουσία, τους ηθικούς νόμους που ρύθμιζαν τη ζωή του, που διέπουν τις ζωές όλων μας, σ' αυτούς. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο δηλαδή από έναν άνθρωπο που έδωσε τα κλειδιά του εαυτού του σε κάποιους άλλους, ποιος ξέρει για ποιους λόγους. Για ένα... χαρτζιλίκι όπως ο ίδιος είπε; Για την αίσθηση του ανήκειν σε μια κάποια ομάδα, ακόμη και μια περιθωριακή ακροδεξιά παραστρατιωτική οργάνωση, προκειμένου να μη μείνει μόνος σε ένα πεδίο μάχης, όπως γίνονται όλο και περισσότερες γειτονιές της Αθήνας, της Ελλάδας; Όλα αυτά χρήζουν διερεύνησης. Και ίσως να μας αφορούν περισσότερο, απ' όσο νομίζουμε. Γιατί το μείζον ερώτημα δεν ήταν ποτέ αν πρέπει ή όχι να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή και πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό. Αλλά γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι παραδίδουν σ' αυτή ή σε όποια άλλη Χρυσή Αυγή προκύψει, αν η συγκεκριμένη τεθεί εκτός νόμου, τα νήματα της ζωής τους.
*γράφτηκε για την Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

5 Σεπ 2013

Τρεις μήνες μετά

Ο Προκόπης Δούκας νιώθει την ανάγκη (τα λέει εδώ, στο blog του) να απολογηθεί ή εν πάση περιπτώσει να εξηγήσει την επιλογή του, να εκφωνήσει το πρώτο δελτίο ειδήσεων της ΔΤ. Δεν έχω να σχολιάσω κάτι. Αλλά βρίσκω θλιβερό ότι ούτε τρεις μήνες από την ημέρα, την 11η του Ιούνη, που με μια «πράξη νομοθετικού περιεχομένου», εντελώς αυθαίρετα και αυταρχικά, η κυβέρνηση – τι ειρωνεία, κυβέρνηση δυο κομμάτων που σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση τη χρησιμοποίησαν ως προορισμό-επιβράβευση για πάσης φύσεως κομματανθρώπους – έκλεισε την ελληνική ραδιοφωνία και τηλεόραση, η υπόθεση ΕΡΤ έχει γίνει ένα αυστηρά εσωτερικό ζήτημα των εργαζομένων της αντί φλέγον, καθημερινό θέμα δημοκρατίας και πολιτισμού όλων των πολιτών της χώρας, που έμειναν χωρίς δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση. Απόλυτα εκτεθειμένοι στα σκουπίδια των ιδιωτικών σταθμών, σε μια εποχή που αυτό που λέμε «πολιτισμός» πνέει ούτως ή άλλως τα λοίσθια. 

Το βράδυ εκείνο θυμάμαι, της 11ης του Ιούνη, φόρεσα ό, τι βρήκα πρόχειρο μπροστά μου και πήγα, υπό βροχή – είχε έναν περίεργο, αλλόκοτο καιρό, σαν για να συνάδει με όσα συνέβαιναν στη χώρα – έξω απ' την ΕΤ3, τα ραδιοφωνικά στούντιο. Μέσα οι εργαζόμενοι συζητούσαν με θέρμη , έξω άντε να 'μασταν καμιά σαρανταριά άνθρωποι. Σε μια πόλη κοντά δυο εκατομμυρίων. Μερικές μέρες αργότερα, ξαναπήγα έξω απ' την ΕΤ3, την τηλεόραση αυτή τη φορά. Σαφώς περισσότερος ο κόσμος, αλλά με μια διάθεση χαλαρή, πανηγυρική σχεδόν, για να χαζέψει, να πει κανένα νέο του ή να ακούσει τις ζωντανές μουσικές. Ανθρώπινα σώματα μαζεμένα, παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο αλλά χωρίς αυτό το κάτι, αυτό το άλλο, που συγκροτεί, που συνέχει μια κοινωνία πολιτών, που γεννά πράγματα, που κάνει τις εξουσίες να ανησυχούν, τις κοινωνίες να κινούνται, να αλλάζουν.

Οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, της ελληνικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, μεταξύ τους άνθρωποι που δεκαετίες τώρα κουβάλησαν ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτισμού της Ελλάδας στις πλάτες τους μπροστά από κάμερες, πίσω από μικρόφωνα ή μουσικά αναλόγια, έμειναν μόνοι τους. Όπως απελπιστικά μόνοι επιλέξαμε να 'μαστε κι όλοι οι υπόλοιποι, πιστεύοντας ότι το προσωπικό δεν συνδέεται, δεν συμπλέει με το συλλογικό. Ότι μπορούμε και χωρίς δημόσια μέσα ενημέρωσης, χωρίς μικρές παρενθέσεις πολιτισμού στα ραδιόφωνα ή τις τηλεοράσεις μας. Συνεχίζοντας όπως ξέραμε μέχρι σήμερα. Ατομιστικά, ιδιωτικά, αδιάφορα, παθητικά. Αλήθεια, για πόσο ακόμα;