29 Δεκ 2011

Mια βραδιά στο λούκι



Μουσική, ξανά. Γιατί η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Kαι η Κρίση, που ζούμε, τις θέλει τις μουσικές της. Μουσικές χαρούμενες, τις έχουμε ανάγκη. Πήρα το πολυαγαπημένο (το τραγουδούσα θα έλεγα μια ολόκληρη δεκαετία, αυτή του '90, ξεκινώντας ήδη από τα τέλη της προηγούμενης) ‘Μια βραδιά στο λούκι’ των αδερφών Κατσιμίχα, του ‘φόρεσα’ έναν ρυθμό κάντρι που νομίζω του πάει πολύ – καθότι ‘ανάλαφρο’ το κομμάτι, παρότι ακούγεται σαν μπαλάντα – και ιδού ένα πρώτο αποτέλεσμα, με μπόλικο ενοχλητικό τρακ λόγω κάμερας. Ανεβάζω την πρώτη λήψη με μια 'σπιτική' κάμερα όπως βγήκε, κι ας είχα καιρό να το παίξω το κομμάτι (και καμιά εικοσαριά χρόνια να παίξω αρμόνιο). Καμιά φορά δε χρειάζεται να 'ναι όλα τέλεια. Αρκεί να νιώθουμε. Και όπως το ένιωσα, μου βγήκε. Εδώ το πρωτότυπο, όπως πρωτακούστηκε στους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας του 1982. Ας σημειωθεί ότι ο ιδρωμένος κύριος που βλέπετε να διευθύνει την ορχήστρα που παίζει αυτές τις υπέροχες μουσικές, είναι ο Μάνος Χατζιδάκης. Αλλά και τι ωραίο το σκηνικό: ρομαντικό χωρίς να γίνεται σαχλό ή μελό, σεμνό και λαϊκό χωρίς να καταντά 'λαϊκό' με την άσχημη χροιά που απέκτησε από τότε η λέξη, φτάνοντας στις μέρες μας να σημαίνει το φτηνιάρικο, το κακόγουστο. Βλέποντάς το, αυτό το τόσο μακρινό ημερολογιακά αλλά ψυχικά τόσο οικείο βιντεάκι, αναρωτιέμαι, τι έγινε έκτοτε. Τι στο καλό μπορεί να πήγε στραβά. Πώς άραγε να φτάσαμε από τους αδερφούς Κατσιμίχα στα πανομοιότυπα κατσαμπάκια της σημερινής 'σόου μπιζ'. Από τον Βαγγέλη Γερμανό, που μια χρονιά πριν τους Αγώνες της Κέρκυρας είχε βγάλει τα θρυλικά 'Μπαράκια', στον Βαγγέλη Βενιζέλο. Από τους όμορφους, καλαίσθητους αυτούς Αγώνες στα 'ριάλιτι' τύπου fame story. Όπως και να 'χει, καλή ακρόαση.

Aποστάσεις

Αυτές τις μέρες με επισκέφτηκαν η μητέρα μου κι η αδερφή μου από την Αθήνα, πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Και που, κάποια στιγμή, αποφάσισα να την αφήσω για τη Θεσσαλονίκη. Έχοντας ζήσει και στις δυο πόλεις, έχοντας γυρίσει και στις δυο πόλεις, μου αρέσει καμιά φορά να συγκρίνω. Θα έλεγα, ότι εν συγκρίσει με τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα οι αποστάσεις είναι μεγαλύτερες. Και αυτό κουράζει. Να διευκρινίσω, δεν εννοώ τις αποστάσεις που χρειάζεται να διανύσει κανείς για να βρεθεί από ένα σημείο της πόλης σε κάποιο άλλο. Γι' αυτές μπορεί να βοηθάει και το μετρό. Μιλάω για τις αποστάσεις μεταξύ των ανθρώπων. Αποστάσεις, που δεν μπορεί κανένα μετρό, κινούμενο υπογείως, να εκμηδενίσει. Όταν περπατάς στη Θεσσαλονίκη, νιώθεις τους ανθρώπους πιο κοντά σου. Παρότι η πόλη δεν διαθέτει μετρό. Καμιά φορά υπερβολικά, ενοχλητικά - για ένα παιδί της Αθήνας όπως ο γράφων - κοντά. Αλλά κοντά. Στην πρωτεύουσα, έχω την εντύπωση ότι όσο δεν τηρούν τις αποστάσεις όταν οδηγούν, τα εκατομμύρια ανθρώπων της που σαν ακούραστα μυρμήγκια μπολιάζουν με τις ανάσες τους τα σπλάχνα της, όσο στριμώχνονται με τα αυτοκίνητά τους για να κερδίσουν την τελευταία σπιθαμή ασφάλτου, τόσο τις τηρούν όταν μένουν γυμνοί, απροστάτευτοι από τα λαμαρινένια τους καβούκια: όταν απλώς συνυπάρχουν με τους άλλους, απογυμνωμένους κι αυτούς από προστατευτικά τζάμια, χωρίς ενδιάμεσες λαμαρίνες και αναγκαστικά κινούμενοι με ταχύτητες χαμηλότερες. Τότε, οι αποστάσεις τηρούνται ευλαβικά. Σαν να τηρείται ένας άγραφος κώδικας κυκλοφορίας. Ή, μάλλον, ένας άγραφος κώδικας αδιαφορίας.

26 Δεκ 2011

2011: μια χρονιά, τρία αδυσώπητα χτυπήματα

Η φετινή χρονιά κλείνει με τρεις μεγάλες απώλειες, από τον χώρο της πολιτικής, αλλά και της θρησκείας. Τρία πραγματικά μεγάλα χτυπήματα. Χτύπημα πρώτο: η ποινική δίωξη στον πρώην δήμαρχο Θεσσαλονίκης Βασίλη Παπαγεωργόπουλο. Επειδή βρέθηκαν μετά τη δημαρχία του να λείπουν καμιά πενηνταριά εκατομμύρια ευρώ από τα ταμεία του δήμου. Και κάποιοι κακοί λένε ότι μαζί με συνεργάτες του τα καταχράστηκαν. Σα δε ντρεπόμαστε λιγάκι, λέω εγώ. Να κατηγορούμε έναν τέτοιον άνθρωπο για τέτοια πράγματα. Καταρχάς και μόνο ότι τον πρώην δήμαρχο τον λένε Βασίλη θα έπρεπε να είχε κλείσει εξαρχής όλα τα κακά στόματα. Διότι, ως γνωστόν, όλοι οι Βασίληδες είναι εξ ορισμού καλοί (μέχρι χαζομάρας, πολλές φορές). Με αποκορύφωμα τον Άγιο Βασίλη. Θα μπορούσε ποτέ κανείς να κατηγορήσει τον Άγιο Βασίλη για ξέπλυμα 'βρώμικου' χρήματος μέσα από το μοίρασμα των δώρων; Είναι δυνατόν ένας σχεδόν Άγιος (τρεις συνεχόμενες τετραετίες δήμαρχος) Βασίλης να έκανε όλα αυτά που του καταλογίζουν;

Χτύπημα δεύτερο: ο θάνατος του Κιμ Γιονγκ Ιλ, ηγέτη της Βόρειας Κορέας και εκπροσώπου του κομμουνισμού επί της γης. Ένας θάνατος που βύθισε σε ειλικρινές και βαρύ πένθος εκατομμύρια συμπατριώτες του. Μικρή παρηγοριά, ότι θα τον διαδεχτεί στην εξουσία (ως θεάνθρωπος στη θέση του θεανθρώπου) ο γιος του, που σιγά σιγά θα αγαπηθεί κι αυτός από τον λαό, όπως κι ο μπαμπάς του. Η αλήθεια, η απώλεια αυτή δεν ξέρει κανείς με βεβαιότητα αν ανήκει στον χώρο της πολιτικής ή της θρησκείας. Ο κομμουνισμός μοιάζει λιγάκι με θρησκεία μασκαρεμένη, για λόγους καθαρά συγκυριακούς, σε πολιτικό σύστημα. Αλλά όπως και να 'χει, αυτό το μπέρδεμα δίνει την πάσα για να περάσουμε στο επόμενο μεγάλο χτύπημα που επιφύλασσε η χρονιά με το κλείσιμό της.

Χτύπημα τρίτο: η σύλληψη του σεβάσμιου γέροντα Εφραίμ για το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου. Εδώ, έχουμε να κάνουμε καθαρά με τον χώρο της θρησκείας. Ή μήπως έχει και λίγο άρωμα πολιτικής η όλη υπόθεση; Δεν χωρά αμφιβολία ότι, όπως δήλωσε και ένας άλλος σεβάσμιος Γέρων, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, η σύλληψη του ηγούμενου Εφραίμ, ανήμερα Χριστούγεννα, την ώρα που γονατιστός προσευχόταν στο σεμνό του κελί για τη σωτηρία των ψυχών μας, ενείχε έναν δυνατό και ταπεινωτικό συμβολισμό. Οι δυνάμεις του σκότους, του 666, του 114, όλων όσων έχουν απομακρυνθεί από την αγκαλιά της εκκλησίας μας και δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, επέλεξαν αυτή τη μέρα για να στεναχωρήσουν τον γεροντάκο και να του αποσυντονίσουν το σάκχαρο. Οι σκοπιμότητες δεν κρύβονται.

Μετά απ' όλα αυτά, δεν μένει παρά να ευχηθούμε: Καλή Χρονιά σε όλους!

23 Δεκ 2011

Kάλαντα (τι άλλο;)



Μέρα που είναι (αύριο) είπα να σας παίξω τα κάλαντα, έτσι, για να ευθυμήσουμε λιγάκι. Κι αν δεν έχετε τα πολλά λεφτά να δώσετε (όχι σε μένα, καλέ, για τα κάλαντα λέω, αύριο) μη στεναχωριέστε (εντελώς μεταξύ μας, ούτε εγώ έχω). Εναλλακτικά, όλο και κάποιο χριστουγεννιάτικο γλύκισμα μπορείτε να ετοιμάσετε έστω και τελευταία στιγμή και μ' αυτό να τηρήσετε τις παραδόσεις, κερνώντας όλους όσους σας είπαμε φέτος τα κάλαντα. Ξέρετε, όπως γινόταν και παλιά, πριν την παντοκρατορία του χρήματος. Ή απλώς - και ακόμα καλύτερα - με την αγάπη σας. Καλές γιορτές εύχομαι σε όλους, αν όχι με πολλά λεφτά, σίγουρα με πολλή αγάπη. Και κοντά στα αγαπημένα σας πρόσωπα.

19 Δεκ 2011

Για τον Χάβελ

Αυτές τις μέρες έφυγε από τη ζωή ο Βάτσλαβ Χάβελ. Ο Χάβελ, πρώτος Πρόεδρος της μετακομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας και θεατρικός συγγραφέας, γνωστός για την αντικαθεστωτική του δράση επί 'υπαρκτού σοσιαλισμού' (όπου και φυλακίστηκε), ήταν ένας από τους ήρωες της νεότητάς μου. Εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του '90, που ήταν ακόμη νωπή η πτώση του Τείχους και όσα αυτή σήμαινε, προκαλώντας ζωντανούς προβληματισμούς (και όχι όπως σήμερα, που αποτελεί ένα ξερό 'ιστορικό γεγονός'), ο Χάβελ αντιπροσώπευε για μένα μια ανθρώπινη, 'βελούδινη' όπως την έλεγαν τότε, μετάβαση από μια απανθρωπιά σε μιαν άλλη. Από την απανθρωπιά του 'υπαρκτού σοσιαλισμού' στην απανθρωπιά του καπιταλισμού. Ο πρώτος, σε 'σκοτώνει' δια του αυταρχισμού. Ο δεύτερος, δια της 'ελευθερίας'. Ποιας ελευθερίας; Να επιλέξεις το μαντρί σου σαν 'πειθήνιο μέλος μιας αγέλης καταναλωτών', όπως θα 'λεγε κι ο Χάβελ. Είχα τότε, στα είκοσί μου, αγοράσει και δυο του βιβλία που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Παρατηρητής, τα Εν αρχή ην ο Λόγος και Από τη φυλακή στην Προεδρία, από τα οποία θα ήθελα να σας μεταφέρω κάποιες σκέψεις του, επίκαιρες και σήμερα. Ιδίως σήμερα.

Καταρχάς, αναρωτιέται τι σημαίνει σοσιαλισμός (ή τι σήμαινε σοσιαλισμός για κάποιον που ζούσε, όπως ο ίδιος μέχρι το 1989, στην 'σοσιαλιστική' Τσεχοσλοβακία):
Τι είναι, πράγματι, ο σοσιαλισμός; Στην πατρίδα μας, όπου μιλούμε για σοσιαλιστικούς σιδηροδρόμους, για σοσιαλιστικό εμπόριο, για σοσιαλίστρια μητέρα, για σοσιαλιστική ποίηση, αυτή η λέξη δε σημαίνει τίποτε άλλο από την νομιμοφροσύνη απέναντι στην κυβέρνηση.
Και για τον 'υπαρκτό σοσιαλισμό':
Ο όρος 'υπαρκτός', τον οποίο επινόησε για τον 'σοσιαλισμό' του το συγκεκριμένο καθεστώς (εννοείται της Τσεχοσλοβακίας - Γεράσιμος), δείχνει ακριβώς ότι στο σύστημα αυτό δεν υπάρχει θέση για μια κατηγορία ανθρώπων: τους ονειροπόλους.
Εν συνεχεία (πρόκειται για μια συνέντευξη με την οποία ξεκινά το Από τη φυλακή στην Προεδρία) εξηγούσε πώς ο ίδιος εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό του σοσιαλιστή, με την 'ηθική' έννοια του ανθρώπου που συμπαθεί τους καταπιεσμένους, τους ταπεινωμένους, και αντιτίθεται 'στα άδικα πλεονεκτήματα, στα κληρονομικά προνόμια, στην κοινωνική αδικία'. Παρότι δεν θα τον περιέγραφε, πια, μ' αυτή τη λέξη. Ποιο ήταν όμως το πολιτικό όραμα του Χάβελ για την μετακομμουνιστική Τσεχοσολοβακία (Τσεχία αργότερα); Ιδού πώς το περιγράφει στην Πρωτοχρονιάτικη Ομιλία του σαν Πρόεδρος, το 1990 (με αυτή κλείνει το Εν αρχή ην ο λόγος) - και πόσο επίκαιρο, αλήθεια, σήμερα:
Ίσως ρωτήσετε, ποια είναι η δημοκρατία που ονειρεύομαι. Θα σας απαντήσω: ονειρεύομαι μια ανεξάρτητη, ελεύθερη, πολυφωνική, οικονομικά αναπτυγμένη και κοινωνικά δίκαιη δημοκρατία, δηλαδή μια ανθρώπινη δημοκρατία, που υπηρετεί τους ανθρώπους και έχει πρόσωπο να ζητήσει από τους ανθρώπους να την υπηρετούν. Ονειρεύομαι μια δημοκρατία σκεπτόμενων ανθρώπων. Χωρίς αυτούς δεν μπορεί να λυθεί κανένα από τα προβλήματά μας, είτε οικονομικό είναι αυτό, είτε οικολογικό, είτε κοινωνικό ή πολιτικό.
Όραμα, βασισμένο στην εξής πεποίθηση:
Είναι καιρός να μάθουμε πως η πολιτική δεν είναι μόνο η τέχνη του εφικτού, δηλαδή η τέχνη των μυστικών συμφωνιών, των ελιγμών και των υπολογισμών, αλλά μπορεί επίσης να είναι η τέχνη του ανέφικτου: η τέχνη να κάνουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας καλύτερο.
Τι προβλήματα όμως, τι προσκόμματα βρήκε να το περιμένουν το όραμα του Χάβελ; Γιατί δεν το είδαμε να πραγματοποιείται; Νομίζω δίνει ο ίδιος την εξήγηση, 'άθελά του':
Πίστευα πάντοτε, και εξακολουθώ να πιστεύω σήμερα, ότι η πηγή όλων των προβλημάτων που υπάρχουν γύρω μας είναι η ηθική κρίση της κοινωνίας και ότι καμία άλλη κρίση - οικονομική, πολιτική ή οικολογική - δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν πρώτα η κοινωνία δεν ξεπεράσει την ηθική της κρίση. Και το κύριο στοιχείο της ηθικής κρίσης είναι η ιδεολογία της μικροαστικής καταναλωτικής αδιαφορίας και της παραίτησης από τα κοινά, με την οποία έχει ποτιστεί τόσο βαθιά η κοινωνία μας.
Επιτρέψτε μου να κλείσω με μια του φράση που σαν να ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας στους μαύρους καιρούς που ζούμε, όμηροι των οικονομικών δεικτών, του φάσματος μιας χρεοκοπίας που επικρέμεται σαν μόνιμος μπαμπούλας πάνω απ' τα κεφάλια μιας ολόκληρης κοινωνίας παραδομένης στα φαντάσματα που κάποιοι θέλουν να της επιβάλλουν:
Κάτω από το φως της ημέρας, πρέπει να φτάσει κανείς ως το βαθύτερο σημείο του πηγαδιού για να δει τα αστέρια...

16 Δεκ 2011

Νύχτωσε νύχτα



Όπως έλεγα σε μια προηγούμενη ανάρτηση, σκεφτόμουν τις μέρες αυτές της Κρίσης να τις περάσω μουσικά περισσότερο παρά μπροστά στην τηλεόραση ή οποιοδήποτε άλλο μέσο αποβλάκωσης (και πλέον τρομοκράτησης). Αγόρασα λοιπόν ένα αρμόνιο, που έπαιζα και παλιότερα, βρήκα και κάτι ξεχασμένες, μισοδιαλυμένες παρτιτούρες, κι αυτές από τα παλιά. Και ιδού ένα πρώτο αποτέλεσμα (ανεβάζω το βιντεάκι που με τράβηξα μέσω ΥouΤube, καθότι αν περίμενα από τον Βlogger να το ανεβάσει, πραγματικά θα... νύχτωνε η νύχτα). Παρακαλώ για την επιείκειά σας, καθώς είχα πολλά πολλά χρόνια να παίξω (από τότε που το άφησα μεσολάβησαν σπουδές, δουλειές, χίλια δυο πράγματα) και δεν έχει ούτε μια βδομάδα που προσπαθώ, πάνω στο καινούργιο αρμόνιο, να 'ξεσκουριάσω' (και έχω πολύ δρόμο ακόμα). Επέλεξα αυτό το κομμάτι, των αδερφών Κατσιμίχα, γιατί μας έρχεται από κάποιες πιο ευαίσθητες εποχές, που ακόμα γράφονταν τέτοιες μελωδίες: μελωδίες που η ψυχή τις έχει τόσο ανάγκη αυτές τις δύσκολες, τις πεζές, τις μίζερες μέρες που ζούμε. Η μουσική έχει γίνει, σ' αυτές τις συνθήκες, μια διέξοδος, προσωπική, για μένα. Θα έλεγα να βρούμε ο καθένας μια δική του πριν να 'ναι πολύ αργά, πριν μας πάρουν εντελώς από κάτω τα σενάρια, οι προβλέψεις, οι καταστροφολογίες. Καλή ακρόαση. Και καλές διεξόδους, εύχομαι.

13 Δεκ 2011

Φέρε δω τον ναργιλέ

Πριν κάμποσο καιρό βγαίναμε μερικές φορές με συναδέλφους από μια δουλειά από την οποία πρόσφατα έφυγα στη νυχτερινή Αθήνα και κατηφορίζαμε προς του Ψυρρή, σαββατόβραδα. Κάτι που μου έκανε εντύπωση περπατώντας στο πολύχρωμο πλήθος, ήταν οι ναργιλέδες. Νέοι γέροι και παιδιά - κυρίως νέοι και παιδιά, οι γέροι είχαν πάει πια για ύπνο ή έβλεπαν τα 'τούρκικά' τους στην τηλεόραση - μαζεμένοι μεγάλες παρέες σε τραπεζάκια στριμώχνονταν ποιος θα πρωτοπάρει τον καλό τον ναργιλέ για το τραπεζάκι του (στη φωτογραφία δυο νεαρές χαρούμενες που εξασφάλισαν τον ναργιλέ τους για να περάσουν όμορφα τη βραδιά τους). Πρέπει να 'ναι καινούργια μόδα ή εν πάση περιπτώσει εγώ τώρα την ανακάλυψα (οπότε αυτό την κάνει καινούργια - για μένα). Και με εφοδιάζει με ένα ακόμη τεκμήριο αυτού που αποκαλώ εξανατολισμό της Ελλάδας. Χρόνια - τι χρόνια, αιώνες - διχασμένη η χώρα ανάμεσα σ' Ανατολή και Δύση, με το ένα πόδι εδώ και τ' άλλο εκεί, επιτέλους φαίνεται να αποφάσισε που ανήκει. Ανήκει στην Ανατολή.

Θες κι άλλα τεκμήρια; Δεν έχεις παρά να ακούσεις τα λαϊκά άσματα που παίζουν σε οιοδήποτε παρακμιακό ή σχεδόν παρακμιακό καφέ-μπαράκι σέβεται τον εαυτό του και την πελατεία του: τσιφτετέλια σε big band εκτέλεση ή για σόλο φωνή με συνοδεία εγχόρδων. Πάντα στην ίδια διακριτική-ενοχλητική ένταση που στην επαρχία όπου ζω (πες τη και Θεσσαλονίκη) τη συναντάς ακόμη και σε ζαχαροπλαστεία. Πας να φας μια πάστα, βρε αδερφέ και ακούς από τα μεγάφωνα 'μαχαιριά μεσ' στην καρδιά μου 'ριξες θα φύγω, άσπλαχνη είσαι και σκληρή, τον καημό μου πνίγω' (δεν πολυκάνει ομοιοκαταληξία αλλά συμπυκνώνει το ηθικό δίδαγμα και ύφος αυτών των ασμάτων). Θες κι άλλες αποδείξεις του προς ανατολάς προσανατολισμού των ελληνοσυμπατριωτών; Δες τα 'τούρκικα', με τα οποία μεγαλώνουν γενιές και γενιές σιριαλόβιων Ελλήνων κάθε ηλικίας, βάζοντας στις τηλεορασοζωές τους νέες, λατρεμένες μορφές πρωταγωνιστών όπως ο Ονούρ ή η παρτενέρ του, η Πτιφούρ.

Και, φυσικά, το κάπνισμα, μια ακόμη συνήθεια που θυμίζει Ανατολή - στη Δύση δεν ξέρω αν το 'χετε ακούσει αλλά το 'χουν ψιλοκόψει, το θεωρούν δείγμα αντικοινωνικής, περιθωριακής συμπεριφοράς. Συνήθως καπνίζουν μόνο κάτι εξαθλιωμένοι τύποι που μοιάζουν με Έλληνες ή είναι Έλληνες. Το πατροπαράδοτο και αλεξίσφαιρο σε απαγορεύσεις και κυβερνητικές ρυθμίσεις κάπνισμα προδίδει τον σαφή προσανατολισμό του βασανισμένου αυτού λαού. Από τσιγάρο μέχρι ναργιλέ, από σιγκαρίλος μέχρι πουράκλες τύπου Μπιγκ Μακ (όχι, δεν τις βρίσκετε στα Μακ Ντόναλντς, εννοώ τύπου Μάκη Ψωμιάδη), ο Έλλην φουμάρει αρειμανίως. Και σιχτιρίζει (άλλη ανατολίτικη βρισιά, να μην ξεχνιόμαστε) τους παλιοευρωπαίους που του 'καναν τη ζωή κόλαση.

9 Δεκ 2011

Ανασύνταξη

Οι γραμμές αυτές φεύγουν από το πληκτρολόγιο στην οθόνη υπό τους ήχους φλάουτων και (ίσως) κλαρινέτων από το Γ' Πρόγραμμα. Αυτές τις μέρες, όλη σχεδόν την εβδομάδα, την πέρασα χτυπημένος από μια ίωση που καθώς είχα χρόνια να αρρωστήσω, μου έδωσε και κατάλαβα. Αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ή μάλλον καλών, πολλών καλών. Με τον πυρετό, δεν άντεχα ανοιχτή τηλεόραση κοντά μου, έτσι έχει μείνει μέρες κλειστή. Και όχι μόνο δε μου έλειψε, αλλά εν τη απουσία της, είδα η ζωή μου να αποκτά μια άλλη ποιότητα. Μια άλλη χροιά. Σαν να άλλαξε η ροή, η υφή του χρόνου που κυλάει. Ίσως επειδή γινόταν κι αυτή - η τηλεόραση - όλο και χειρότερη. Όσο αυτή η Κρίση γινόταν πιο βαθιά, τόσο η ιδιωτική ιδίως τηλεόραση γινόταν πιο ρηχή. Με αποτέλεσμα να μην ξέρει κανείς από που να ξεφύγει, το σκοτάδι της χρεοκοπημένης έξω πραγματικότητας ή το τηλεοπτικό απόλυτο σκοτάδι, όπως λεγόταν κι ένα τηλεπαιχνίδι που έβαζε ανθρώπους να εξευτελίζονται για να γελάμε οι υπόλοιποι και να πάρει ένας απ’ αυτούς κάποιο παραδάκι.

Με κλειστή λοιπόν την τηλεόραση και σχετικά κλειστό το κομπιούτερ - καθότι δεν είμαι μόνος σπίτι - κάπως ηρέμησαν οι σκέψεις μου, ξεπέρασα την μόνιμη, ενσωματωμένη ταραχή του τηλεθεατή που αποχωρίστηκε το αγαπημένο του ναρκωτικό. Και ανασυντάσσομαι. Χθες, καθώς έβγαζα ό, τι μελωδίες μπορείς να φανταστείς από το παιδικό πιανάκι της κόρης μου, εντυπωσιάζοντας τη γυναίκα μου (έχω αυτό που λένε 'μουσικό αυτί', παρότι ποτέ δεν κατάλαβα τι νόημα έχει αυτή η φράση, μικρός νόμιζα ότι παίζει το αυτί μας κάποια δική του μουσική που το ξεχωρίζει από άλλα αυτιά), σκέφτηκα να πάω να αγοράσω ένα αρμόνιο και να αρχίσω με τις παλιές μου παρτιτούρες (μου άρεσε και έπαιζα αρκετά παλιά) αλλά και καινούργιες, να παίζω στην οικογένεια μελωδίες. Νομίζω δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο απ' το να μεγαλώνουν παιδιά σε ένα σπίτι με μουσική, κόντρα στην έξω 'κακοκαιρία'. Και αυτό σκέφτομαι να κάνω. Όταν ξεσκουριάσω, ίσως ανεβάσω και κάποια μου μελωδία στο blog, θα δούμε.

Μια άλλη αλλαγή που θα 'θελα να δω θα ήταν να μπούμε ο ένας λίγο περισσότερο στη ζωή του άλλου, με τους γείτονες. Είμαστε μια γειτονιά νέων ως επί το πλείστον ανθρώπων με πολύ μικρά παιδιά στην ίδια ηλικία κι όμως, δε βλεπόμαστε, δεν πολυμιλιόμαστε, δεν επικοινωνούμε. Και το κυριότερο; Δεν ξέρω γιατί. Ζούμε την Κρίση αυτή ταμπουρωμένοι στα διαμερίσματά μας πίσω από τις κουρτίνες, οχυρωμένοι στα αυτοκίνητα μας πίσω από τα τζάμια τους. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός στον ίδιο όροφο της πολυκατοικίας ζούσαν άλλες δυο οικογένειες. Παρότι δεν ήταν άνθρωποι με τους οποίους οι γονείς μου θα έκαναν παρέα, περνούσαμε, τα παιδιά, αρκετές ώρες στα σπίτια του ενός ή του άλλου, υπήρχε μια 'πολιτική' ανοιχτών πορτών και αλληλοεξυπηρέτησης. Οι ώρες αυτές με τη συντροφιά γειτόνων που παρότι διαφορετικού στυλ ο καθένας ήταν πάντα έτοιμοι και πρόθυμοι να φιλοξενήσουν τα παιδάκια του διπλανού που κάτι του έτυχε ή να τους μαγειρέψουν έγιναν ζεστές αναμνήσεις, μιας εποχής χωρίς αχρείαστα τείχη μεταξύ των ανθρώπων. Σήμερα που χρειαζόμαστε, στη γειτονιά, όσο ποτέ ο ένας τον άλλο, δε λέμε μια καλημέρα, αλλά με αμηχανία στρέφουμε το κεφάλι στη θέα των γειτόνων, χωρίς να ξέρουμε γιατί. Δεν ξέρουμε τι μας χωρίζει, αλλά κάνουμε σαν να μας χωρίζουν πολλά. Ξέρουμε ότι πολλά μας ενώνουν, αλλά δεν θέλουμε να τα βλέπουμε. Και, με το μικρό μου το μυαλό, δεν καταλαβαίνω γιατί.

6 Δεκ 2011

Μια ανεξήγητη επέτειος

Με διαδηλώσεις και πορείες σε πολλές πόλεις της χώρας, μαθητές, φοιτητές και εκπαιδευτικοί τιμούν τη συμπλήρωση τριών χρόνων από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Στην Αθήνα, μαθητές και φοιτητές θα συγκεντρωθούν το μεσημέρι στα Προπύλαια, ενώ στις 6 το απόγευμα προγραμματίζεται συγκέντρωση αντεξουσιαστών.

Στην περυσινή επέτειο, οι μαθητές σε διάφορα σχολεία της χώρας απέκλεισαν συμβολικά δρόμους στις γειτονιές τους, ενώ ακολούθησαν πορείες.

Επί ποδός βρίσκονται 5.000 αστυνομικοί για την αποφυγή επεισοδίων.

Λόγω των διαδηλώσεων, στις 17:00 θα κλείσει ο σταθμός του μετρό στο Πανεπιστήμιο και στις 18:00 ο σταθμός στο Σύνταγμα.


Τα παραπάνω από τις σημερινές εφημερίδες. Για μια επέτειο που πραγματικά αδυνατώ να καταλάβω πώς και γιατί προέκυψε. Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος ήταν ένα παιδί όπως πολλά άλλα της ηλικίας του, που του άρεσε να κάνει βόλτες στην Αθήνα. Κάποια στιγμή βρέθηκε στο - εντελώς - λάθος μέρος τη λάθος ώρα και, από το όπλο ενός θερμοκέφαλου, βρήκε το θάνατο. Το ότι τα Εξάρχεια - το λάθος μέρος που λέγαμε - έχουν τις τελευταίες δεκαετίες υποβαθμιστεί σε στέκι τοξικομανών, "αντιεξουσιαστών", περιθωριακών κάθε είδους που προκαλούν συχνά πυκνά επεμβάσεις ή επιχειρήσεις "σκούπα" της αστυνομίας, το ξέρουν κι οι πέτρες. Το ότι ένας δεκαπεντάχρονος βρέθηκε εκεί και είχε την κατάληξη που είχε ήταν πραγματικά κάτι θλιβερό. Κάτι τραγικό για την οικογένειά του.

Αλλά από εκεί και πέρα: ως τι έγινε "ήρωας" ο Αλέξης; Τίνος πράγματος αποτελεί σύμβολο; Μήπως "αντίστασης" σε μια θεωρούμενη ως αδίστακτη αστυνομοκρατία, που στα ματωμένα της χέρια θεωρείται ότι βρίσκουν το θάνατο αθώα παιδιά; Και η οποία - αστυνομία - αποτελεί εφεξής τον "ιδεολογικό" αντίπαλο, τον "απέναντι" κάθε γυμνασιόπαιδου ή λυκειόπαιδου; Το να μεγαλώνουν μαθητές Γυμνασίων ή Λυκείων, μια ολόκληρη γενιά εφήβων ή και επόμενες, με έναν τέτοιον "ήρωα", του οποίου ο θάνατος έχει κατ' αυτόν τον τρόπο συμβολοποιηθεί, αποτελεί νομίζω αναμφισβήτητη ένδειξη μιας κοινωνίας άρρωστης, ανεξέλικτης, "κολλημένης".

Μιλάμε για την κοινωνία την ελληνική, η οποία πασχίζει, παλεύει να βγει από κολλήματα, παθογένειες, ιδεοληψίες της μεταπολίτευσης ή, ακόμα παλιότερα, του Εμφυλίου, να κλείσει ανοιχτές πληγές που την σημάδεψαν, που δεν της επέτρεψαν να εξελιχθεί. Μια κοινωνία που αντί να πάει - επιτέλους! - παρακάτω βλέποντας ότι έχει καταντήσει κατακερματισμένη, ημιδιαλυμένη, δημιουργεί φρέσκα φαντάσματα, καινούργιους διχασμούς, νέας κοπής "καλούς" και "κακούς". Γιατί; Για να έχουν οι μελλοντικές γενιές
τα ολόδικά τους "πατήματα" εύκολης ανυπακοής ή "αντίστασης", κούφιας, ανέξοδης "αμφισβήτησης", σαν αυτή που κανείς βλέπει στην Ελλάδα από συνδικαλιστές ή άλλους αυτόκλητους "φίλους του λαού"; Νομίζω το τελευταίο που χρειάζεται η Ελλάδα είναι περισσότερη "επανάσταση", περισσότερα "επαναστατικά" σύμβολα. Τι χρειάζεται; Να ξαναβρεί την χαμένη της αξιοπρέπεια, οι κάτοικοί της να καταφέρουν να ανακαλύψουν όσα τους συνδέουν, όσα τους εμπνέουν, σαν συμπολίτες και όχι μέλη του ενός ή του άλλου στρατοπέδου. Και μια τέτοια επέτειος, ένα νέο Πολυτεχνείο, δεν βοηθά. Μα καθόλου.

3 Δεκ 2011

Μια Παγκόσμια Ημέρα σε αναζήτηση νοήματος

Σήμερα, 3 Δεκεμβρίου, είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία. Στο δημοσίευμα που θα οδηγηθείτε, πατώντας στον παραπάνω σύνδεσμο, θα δείτε και την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας και Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παίδων (ΕΛΕΠΑΠ) όπου κάποτε παραλίγο να εργαστώ (είχα περάσει από μια συνέντευξη, αλλά δεν είχε συνέχεια) καθώς με ενδιέφεραν αυτού του είδους ‘περιθωριακές’ εργασίες. Τι εννοώ με το ‘περιθωριακές’; Εννοώ ότι αφορούν άτομα του κοινωνικού περιθωρίου. Δηλαδή ΑΜΕΑ. Γιατί του κοινωνικού περιθωρίου; Εδώ θα σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία. Όταν για κάποια χρόνια στο παρελθόν έμενα και σπούδαζα στην Αγγλία, ζούσα σε μια πολύ μικρή, επαρχιακή κωμόπολη. Τόσο μικρή, που όλη κι όλη είχε έναν κεντρικό δρόμο με λογιών καταστήματα όπου κυκλοφορούσε ο κόσμος. Όταν λοιπόν πρωτοβρέθηκα εκεί, ένα πράγμα μου έκανε πριν απ’ όλα εντύπωση: έβλεπα σχεδόν παντού, στο σούπερ μάρκετ, το πάρκο της, τους δρόμους, τα φαρδιά πεζοδρόμια, ανθρώπους σε καροτσάκια, αμαξίδια. Τόσους πολλούς – συγκριτικά με ό, τι είχαν συνηθίσει τα μάτια μου – που αρχικά αδυνατούσα να καταλάβω τι γινόταν. ‘Μα καλά’, είχα σκεφτεί, ‘πώς βρέθηκαν τόσοι άνθρωποι με αναπηρία σε αυτή την πόλη;’ Και απορούσα. Μέχρι που άρχισα να προσέχω καλύτερα. Και είδα ότι παντού υπήρχαν ράμπες πρόσβασης για καροτσάκια ή αμαξίδια (και όταν λέμε παντού εννοούμε παντού), όπως και σχετικές πινακίδες που διευκόλυναν την κυκλοφορία ή τη στάθμευση (αν επρόκειτο για αυτοκίνητα) για αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό που άρχισα τότε, σιγά-σιγά, να αντιλαμβάνομαι ήταν ότι δεν ήταν ασυνήθιστα πολλοί αυτοί οι άνθρωποι στη συγκεκριμένη πόλη. Απλώς, μπορούσαν να κυκλοφορήσουν. Να κάνουν τα ψώνια τους ή τις δουλειές τους, να πάνε τη βόλτα τους. Κάτι που δεν ίσχυε και εξακολουθεί να μην ισχύει στην χώρα απ’ την οποία προερχόμουν, την Ελλάδα. Το διαπίστωσα και ο ίδιος κυκλοφορώντας – πιο σωστά: φιλοδοξώντας να κυκλοφορήσω – τα τελευταία χρόνια με καροτσάκι, όχι αναπηρικό αλλά παιδικό, σε στενά, σπασμένα πεζοδρόμια, κλειστές από αυτοκίνητα διαβάσεις πεζών, να ψωνίσω σε καταστήματα χωρίς ειδικές ράμπες, να παρκάρω σε σούπερ μάρκετ όπου ο κάθε περαστικός παρκάρει στις θέσεις για ανάπηρους (όχι, αγαπητέ, η βλακεία δεν είναι αναπηρία) ή για οικογένειες με καρότσια για να βρίσκεται ακριβώς έξω από την είσοδο και να μη χρειάζεται να περπατήσει. Αν κάποια στιγμή επιτραπεί σε αυτούς τους ανθρώπους να ζήσουν, να κυκλοφορήσουν, να βγουν από το περιθώριο, από την κοινωνική αφάνεια, θα έχει και νόημα μια τέτοια μέρα. Μέχρι τότε, δεν ξέρω.

2 Δεκ 2011

Τα αυτονόητα

Σκηνή πρώτη, στο ταχυδρομείο. Η μητέρα (και γυναίκα μου) με το οχτώ μηνών μωρό περιμένει, με το καροτσάκι, στην ουρά. Η ουρά μεγάλη, έχει φτάσει μέχρι έξω από το ταχυδρομείο – και κάνει και κρύο. Αφού έχουν περάσει είκοσι λεπτά αναμονής στο κρύο, χωρίς κανένας να έχει ενδιαφερθεί να της παραχωρήσει προτεραιότητα ή να βοηθήσει κάπως την κατάσταση, ένας ηλικιωμένος κύριος ‘εκρήγνυται’: την παίρνει από το χέρι και, με ‘τσαμπουκά’, την πηγαίνει στα γκισέ, παρακάμπτοντας τους υπόλοιπους που περίμεναν. Και ‘τα σέρνει’ στις υπαλλήλους πίσω από τα μαγικά παραθυράκια. Οι υπάλληλοι δυο, γυναίκες. Η μια, η μεγαλύτερη, αδιάφορη, ‘αλεξίσφαιρη’ μετά από χρόνια στην ίδια, σκοροφαγωμένη θέση. Έχει δει και έχει ακούσει πολλά, σιγά μη χαλάσει το δημοσιοϋπαλληλικό της νιρβάνα για μια με ένα καροτσάκι. Η άλλη, νεότερη, καινούργια στη δουλειά και λιγότερο αδιάφορη, απολογητικά αλλά άψυχα λέει ότι δεν την πρόσεξε. Αν δεν βρισκόταν ο άνθρωπος αυτός, ο ‘τρελός’, ακόμα θα περίμενε, με το μωρό, στην τεράστια ουρά. Τα αυτονόητα.

Σκηνή δεύτερη, με την παιδίατρο. Έρχεται συχνά πυκνά στο σπίτι – ή πάμε κι εμείς στο ιατρείο – για να εξετάσει τα παιδιά για κρυωματάκια, ιώσεις και διάφορα που τυχαίνουν στις μικρές ηλικίες και χρειάζονται φροντίδα. Κάθε φορά που έρχεται – σημειωτέον ότι μένει πολύ κοντά, γειτόνισσα είναι, οπότε δεν διανύει και καμία μεγάλη απόσταση – ζητάει ένα σεβαστό ποσό ως αμοιβή (χωρίς απόδειξη) ακόμα και για τα δέκα λεπτά που θα χρειαστούν να ‘ακούσει’ ένα παιδί που βήχει και να βεβαιώσει ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό κρύωμα, συστήνοντας κάποιες εισπνοές ή οτιδήποτε θα το βοηθήσει. Πάντα, με το (τσουχτερό) αζημίωτο. Η γυναίκα αυτή (η παιδίατρος) είναι, ειρήσθω εν παρόδω, μια γυναίκα μόνη, χωρίς υποχρεώσεις. Αλλά ζητάει, μαζεύει χρήματα ακόμα και για μια ‘επίσκεψη’ των δέκα λεπτών σε τακτικούς της πελάτες, με χίλιες δυο υποχρεώσεις. Και κάπου εδώ αρχίζω να ονειροπολώ. Μπορεί να υπήρχε μια εποχή στην ίδια αυτή χώρα που ιδίως οι παιδίατροι και ιδίως σε δύσκολες συγκυρίες, όπως η σημερινή, έβλεπαν παιδιά χωρίς κάθε φορά να ζητάνε χρήματα από τους γονείς-πελάτες. Ίσως επειδή – πράγμα όχι και τόσο δύσκολο – είχαν αναπτύξει μια πιο ανθρώπινη σχέση μαζί τους, μια σχέση στοιχειωδώς φιλική, βοηθώντας τους να μεγαλώσουν γερά τα παιδιά τους σε μια ελληνική κοινωνία που δεν είχε επιτρέψει στο χρήμα να τρυπώσει παντού. Τα αυτονόητα;

Σκηνή τρίτη, στο σούπερ μάρκετ. Έχω κάνει τα ψώνια της ημέρας και πληρώνω, συν γυναιξί και τέκνοις, στο ταμείο, όταν μια ευτραφής κυρία εμφανίζεται και αρχίζει να φωνάζει την πινακίδα του αυτοκινήτου μας. Απορώ γιατί να το κάνει αυτό, της κάνω σινιάλο να περιμένει και, έχοντας σε λιγάκι πληρώσει, με τις σακούλες στα χέρια, βγαίνουμε έξω. Βλέπω ότι είχα παρκάρει το αυτοκίνητο δίπλα στο δικό της (όχι κολλητά, απλώς δίπλα, σε προκαθορισμένες θέσεις πάρκινγκ) και ότι λόγω της σαφώς ευτραφούς κατασκευής της δεν χωρούσε, δυσκολευόταν να ανοίξει την πόρτα της για να μπει στο δικό της αυτοκίνητο (σημειωτέον, έχει μαζί της κι ένα συμπαθέστατο αγοράκι, που φαίνεται να ’ναι εγγονός της). Αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει και της ζητάω, ευγενικά, να περιμένει λίγο για να ξεπαρκάρουμε, καθότι έχουμε μαζί και το μωρό, που πρέπει πριν απ’ όλα να βολευτεί. Η απάντησή της; ‘Εσύ είσαι μωρός.’ Μένω με το στόμα ανοιχτό, καθώς λέει κι άλλα, λίγο έως πολύ ακατανόητα, χωρίς την παραμικρή αφορμή εκ μέρους μου, πέραν του ότι είχα παρκάρει δίπλα της και τη δυσκόλεψα στο άνοιγμα της πόρτας της. Την κοιτάζω, δεν ξέρω τι να της πω. Τα αυτονόητα; Και ποια ειν’ αυτά;