24 Ιουλ 2009

Πότε θα πάει για απόσυρση ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ;

Πότε θα πάει για απόσυρση ένας υπουργός Περιβάλλοντος που δεν παρακολουθεί διεθνείς συνδιασκέψεις για το περιβάλλον λόγω… ηλικίας και προβλημάτων υγείας; Πότε θα πάει για απόσυρση ένας υπουργός Περιβάλλοντος που αντί να δίνει κίνητρα στους πολίτες να χρησιμοποιούν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, ποδήλατα ή τα ποδαράκια τους για τις μετακινήσεις τους δημιουργώντας ανάλογες υποδομές, τους δίνει κίνητρα να αγοράσουν ακόμη περισσότερα, φτηνότερα, καινούργια αυτοκίνητα αποσύροντας τα παλιά τους; Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την προστασία του περιβάλλοντος από τους ρύπους για να εξυπηρετήσει εισαγωγείς και εμπόρους αυτοκινήτων; Πότε θα πάει για απόσυρση ένας υπουργός Περιβάλλοντος που αντί να επιβάλλει πρόστιμα σε παρανομούντες επιβλέποντες μηχανικούς, τεχνικές εταιρίες ή εργολάβους για τους ημιυπαίθριους χώρους στις πολυκατοικίες, χώρους οι οποίοι απέφεραν πολύ μεγαλύτερα κέρδη τόσο στους ίδιους όσο και στους ιδιοκτήτες των οικοπέδων επί των οποίων κτίζονταν, χρεώνει τους αγοραστές των διαμερισμάτων; Σα να έχουμε μια κλοπή για την οποία διώκεται όχι ο κλέφτης αλλά ο τελών εν αγνοία κλεπταποδόχος; Πότε θα πάει για απόσυρση ένας υπουργός Περιβάλλοντος που για ένα ακόμη καλοκαίρι δεν είπε κουβέντα για τις πυρκαγιές που κατακαίνε τα ελληνικά δάση, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία απέναντι στη μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή που κάθε καλοκαίρι πλήττει την Ελλάδα; Πότε θα πάει για απόσυρση ο μοναδικός υπουργός Περιβάλλοντος χώρας-μέλους της ΕΕ που ο ίδιος διώκεται για αυθαίρετη παραθαλάσσια βίλα; 'Κίνητρα' για την απόσυρσή του υπάρχουν πολλά. Πολιτική βούληση υπάρχει;

23 Ιουλ 2009

Nέα μέσα, παλιές συνήθειες

Τελευταία μετακινούμαι αρκετά με το τραμ και το μετρό. Δυο νέα μέσα τα οποία διατηρούνται καινούργια και καθαρά, τόσο στους συρμούς όσο και στις στάσεις τους. Η συμπεριφορά των υπαλλήλων τους, υποδειγματική. Όποτε χρειάστηκε να ρωτήσω κάτι αποδείχτηκαν εξυπηρετικότατοι. Νέοι άνθρωποι οι περισσότεροι, σε γεμίζουν ικανοποίηση με την αξιοπρέπεια, τον επαγγελματισμό, την ευγένειά τους. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο, όταν μετακινείσαι με τα διάφορα νέα μεταφορικά μέσα, που θυμίζει παλιότερες εποχές. Εποχές, από εκείνες που ο κοσμάκης στριμωχνόταν κάθιδρος να μπει στα λεωφορεία, σπρώχνοντας και φωνάζοντας ταυτόχρονα σε όλους τους υπόλοιπους να μη... σπρώχνουν. Αυτό λοιπόν που μου έχει κάνει δυσάρεστη εντύπωση; Ότι κάθε μα κάθε φορά που θα περιμένω να επιβιβαστώ ή να αποβιβαστώ θα υπάρξουν διάφοροι βιαστικοί που θα σπεύσουν, με το που θα ανοίξουν οι πόρτες, να μπουν χωρίς να περιμένουν να κατέβουν όσοι βρίσκονται εντός του βαγονιού, παραμερίζοντας όσους άλλους περιμένουν να επιβιβαστούν. Μοιάζουν σα να φοβούνται μήπως ξαφνικά βγάλει φτερά και… απογειωθεί το βαγόνι του τραμ ή του μετρό που περίμεναν και μείνουν απ’ έξω. Νέα μεταφορικά μέσα, με άλλα λόγια, αλλά παλιές νοοτροπίες. Πολλές φορές όταν περιμένω να επιβιβαστώ βλέπω ότι είμαι ο μόνος που αφήνει να κατέβει και ο τελευταίος από όσους αποβιβάζονται πριν επιβιβαστώ ο ίδιος. Και παρότι μπορεί κάποιος από τους βιαστικούς να έφτασε μόλις στη στάση κι εγώ να περιμένω εκεί αρκετή ώρα, θα τρέξει να πλασαριστεί μπροστά μου για να μπει πρώτος, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Θλιβερό το βρίσκω όλο αυτό, ιδίως όταν το σκηνικό αποτελούν σύγχρονες, πεντακάθαρες στάσεις τραμ ή μετρό οι οποίες δε φαίνεται στο παραμικρό να επηρεάζουν κάποιους προκειμένου να… εκσυγχρονιστούν, να εξευγενιστούν και οι ίδιοι στις συμπεριφορές τους. Και το πιο λυπηρό; Όταν βλέπω νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να φέρονται λες και όλοι οι άλλοι επιβάτες αποτελούν εμπόδια που πρέπει να παρακάμψουν για να ανέβουν στο βαγόνι τους όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ακόμα και όταν, όπως αυτές τις μέρες, τα βαγόνια πηγαινοέρχονται μισοάδεια, όπως μισοάδειες έχουν μείνει και οι αποβάθρες. Αλλά πάντα γεμάτες βιαστικούς...

17 Ιουλ 2009

Overqualified

Αυτή η λέξη φτάνει στ’ αυτιά μου ξανά και ξανά, στοιχειώνοντας τις συνεντεύξεις στις οποίες με καλούν υποψήφιοι εργοδότες. Η τελευταία για μια ΜΚΟ απ’ τις δυο τρεις πιο γνωστές. Η θέση, μερικής απασχόλησης, τέσσερις ώρες τη μέρα μέσα στο ωράριο που άλλοι εργάζονται με πλήρη απασχόληση. Η αμοιβή, γύρω στα 500 ευρώ. Για μια ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε η υποψία μου, στηριγμένη σε εμπειρίες μου τόσο ως εργαζόμενου όσο και κατά καιρούς συνεντευξιαζόμενου, ότι διάφορες ΜΚΟ και φιλανθρωπικές οργανώσεις όση ανθρωπιά δείχνουν στους επιλεγμένους προστατευόμενούς τους, τόση απανθρωπιά επιδεικνύουν απέναντι στους ίδιους τους εργαζόμενούς τους. Με το ακλόνητο πρόσχημα της ανθρωπιστικής δράσης μπορεί κανείς να δείξει το πιο αχόρταγο, απάνθρωπο πρόσωπο. Και κυρίως να σου πει για μια ακόμη φορά, κατάμουτρα, ότι είσαι overqualified. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δε σε πιστεύει όταν του λες ότι σε ενδιαφέρει να εργαστείς στη ΜΚΟ του ή τη φιλανθρωπική του οργάνωση. Ότι υποψιάζεται ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα που του σερβίρεις όταν παρουσιάζεσαι σαν τη καλή χαρά στη συνέντευξη, ότι από κάπου θα του τη φέρεις. 'Δε μπορεί', σου λέει, 'δε βρήκες τίποτα καλύτερο'; 'Όχι δε βρήκα', του απαντάς, προσπαθώντας να τον πείσεις να κατέβει από το σύννεφο που έχει ανέβει πίσω από το γραφείο του και να προσγειωθεί στη χώρα αυτή όπου ζούμε κι οι δυο. Βαθιά μέσα του ξέρει, καλύτερα κι από σένα, πόση απελπισία κυριαρχεί εκεί έξω. Δεκάδες βιογραφικά στοιβάζονται στα συρτάρια του ή χυμένα ανάποδα πάνω στο γραφείο. Ξέρει πολύ καλά ότι δουλευόμαστε, παίζοντας εγώ τον αξιοπρεπή υποψήφιο με όσα αποθέματα υποκριτικής ικανότητας διαθέτω ακόμη κι αυτός τον αθώο, ανυποψίαστο για το τι τρέχει εκεί έξω υποψήφιο μελλοντικό συνάδελφο. Ξέρω ότι ψάχνει κάποιον να ξεζουμίσει η ανθρωπιστική του οργάνωση όσο περισσότερο μπορεί, ξέρει ότι το ξέρω και προσπαθώ να τον ξεγελάσω κάνοντας ότι δεν έχω ιδέα. Μπερδευτήκατε; Μπέρδεμα ομολογουμένως. Απ’ τη μια ο overqualified υποψήφιος κι απ’ την άλλη ένας ακόμη αυλικός σε μια αυλή επαγγελματιών ανθρωπιστών. Ένας αυλικός που, γι’ αυτή τη μισή ώρα που διαρκεί η συνέντευξη, νιώθει για λίγο μέσα του να μεγαλώνει, να φουσκώνει. Ξέρει ότι μετά θα επιστρέψει στη μιζέρια της αυλής γι’ αυτό κοιτάει να το απολαύσει όσο κρατάει, όσο έχει έναν απελπισμένο απέναντί του με τον οποίο μπορεί να παίξει, να κρυφογελάσει, να νιώσει έξυπνος, όμορφος, ικανός. Για μισή ώρα. Μισή ώρα ζυγίσματος, μετρήματος. Αν βγεις από το ζύγισμα δείχνοντας εξίσου ή και περισσότερο χαζός απ’ όταν πήγες, μπορεί και να σε ξανακαλέσουν. Αν αφήσεις την παραμικρή υποψία ότι ξέρεις τι παίζεται δε θα τους ξαναδείς, δε θα σε ξαναδούν. Μέχρι την επόμενη φορά, σε κάποια άλλη αυλή, με κάποιον άλλο αυλικό.

15 Ιουλ 2009

Όνειρα θερινής νυκτός

Για τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη έχω ξαναμιλήσει. Πρόκειται για τον νεαρό επιστήμονα που άνθισε, φεύγοντας από την Ελλάδα, στο εξωτερικό και παρότι μόλις 28 διδάσκει ήδη στο ΜΙΤ των ΗΠΑ. Χθες συνάντησε, στο προεδρικό μέγαρο, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο συμπαθέστατος κύριος Παπούλιας εξέφρασε, πιθανότατα εμπνευσμένος από τη συνάντηση αυτή, αισιοδοξία ότι κάποτε ‘τα παιδιά μας απ’ έξω θα τα φέρουμε προς τα μέσα’, εννοώντας τις δεκάδες χιλιάδες παιδιά που φεύγουν από την Ελλάδα για να σπουδάσουν ή να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό, φέρνοντας τη χώρα μας στην πρώτη θέση πανευρωπαϊκά σε… εξαγωγή φοιτητών. Μεγάλη κουβέντα είπε ο κύριος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η επιστροφή των παιδιών αυτών και η ενσωμάτωσή τους στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα εργασιακά, ερευνητικά, επιστημονικά, κοινωνικά, παιδιών πολλά εκ των οποίων έχουν ήδη εξελιχθεί σε ολοκληρωμένους επιστήμονες που εργάζονται, διδάσκουν σε πανεπιστήμια ανά την υφήλιο, αποτελεί πολυσύνθετο πρόβλημα. Για τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη τέτοιο ζήτημα επιστροφής στην Ελλάδα δεν τίθεται, τουλάχιστον προς το παρόν. Λέει, ο Κωνσταντίνος, ότι το πέρασμα από το ΕΜΠ στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ των ΗΠΑ (από το οποίο βρέθηκε στο ΜΙΤ) ‘ήταν κάτι σαν άλμα, για δύο λόγους: την ποιότητα των καθηγητών στην Αμερική και τις γνώσεις που είχα λάβει στην Ελλάδα, οι οποίες είναι ξεπερασμένες. Διδάσκουν τα ίδια και τα ίδια εδώ και τριάντα χρόνια, λες και δεν έχουν καμιά επαφή με όσα γίνονται στο εξωτερικό. Από την άλλη, επειδή στο ελληνικό πανεπιστήμιο όλα εξαρτώνται από το δικό σου μεράκι, αυτό με βοήθησε πολύ στην Αμερική’. Ουδέν κακόν αμιγές καλού σα να λέμε. Απαρχαιωμένες γνώσεις απ’ τη μια, δυνατότητες προσωπικής εξέλιξης αν το λέει η καρδιά σου, απ’ την άλλη. Και του Κωνσταντίνου, απ’ ό, τι φαίνεται, το έλεγε. Μακάρι να το έλεγε και η καρδιά όσων πολιτικών, υψηλά ιστάμενων δημόσιων λειτουργών, αρμοδίων και υπευθύνων κινούν τα νήματα της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να αλλάξουν το σημερινό γκρίζο τοπίο.

12 Ιουλ 2009

Ένα ταξίδι διαφορετικό από τ' άλλα



Επιστρέφω στην Αθήνα από Θεσσαλονίκη με το τρένο. Στη Λάρισα ή στον Παλαιοφάρσαλο ανεβαίνουν και κάθονται στο διπλανό μου και στα γύρω καθίσματα δυο μαντηλοφορεμένες γυναίκες με
τρία παιδάκια, χωρίς εισιτήρια. Βολεύονται όπως όπως στο διπλανό μου κάθισμα πότε ένα από τα παιδάκια, πότε η μια γυναίκα με ένα άλλο παιδάκι αγκαλιά, πότε ένα άλλο παιδάκι μόνο του. Όσο περνά η ώρα ανεβαίνουν περισσότεροι όρθιοι. Μαζί τους κι ένας άνθρωπος που πουλάει, κρατώντας τα στα χέρια του για να τα βλέπουμε όλοι, τρία στυλό 'δημοσιογραφικά' μόνο ένα ευρώ. Ένας παππούς και μια γιαγιά με το εγγονάκι τους, ένα αγοράκι που παίζει μ' ένα αυτοκινητάκι ξαπλωμένο στο διάδρομο, αποφασίζουν να σταθούν κι αυτοί δίπλα μας. Κάποια στιγμή το διάδρομο διασχίζει ένας κύριος μιας κάποιας ηλικίας με καβουράκι και ακορντεόν στα χέρια, παίζοντας μουσική. Στην άκρη του ακορντεόν στερεωμένο ένα ξέσκεπο τενεκεδάκι, για να ρίξουν τον οβολό τους όσοι φιλόμουσοι, καθήμενοι ή όρθιοι. Ξέχασα να πω ότι ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη αγόρασα μια Καθημερινή, στην οποία πασχίζω να συγκεντρωθώ. Ενημερώνομαι για τη συνάντηση Ομπάμα-Μεντβέντεφ υπό τους ήχους του ακορντεόν που πηγαινοέρχεται, βυθίζομαι σε ένα ενδιαφέρον κομμάτι περί λαϊκισμού με το αγοράκι στ' αυτιά μου να προσπαθεί εμφανώς να σπάσει τα νεύρα του παππού και της γιαγιάς φωνάζοντας αδικαιολόγητα και αδιάκοπα. Αγνοώντας τις φωνές του αγοριού με το αυτοκινητάκι, το ακορντεόν, το αδιάκοπο κουβεντολόι παππού και γιαγιάς περί ανέμων και υδάτων με έναν άλλο ηλικιωμένο, τις δυο νεαρές από πίσω μου που απλώνουν τα πόδια στην πλάτη του καθίσματός μου τραντάζοντάς με, το κινητό μιας κοπέλας παραδίπλα που δε σταμάτησε να χτυπάει από την ώρα που ξεκινήσαμε, σηκώνομαι να πάω στην τουαλέτα. Όταν φτάνω, βλέπω διάφορους νεαρούς όρθιους γύρω της ή ακουμπισμένους στην πόρτα της. Κάνω να μπω αλλά κάποιος άλλος ήταν μέσα, που δεν είχε κλειδώσει. Πάω στην άλλη τουαλέτα εκεί κοντά, αλλά αποδεικνύεται ακόμη πιο δύσκολο να πλησιάσω στην πόρτα. Επιστρέφω στο κάθισμά μου αποφασίζοντας στο υπόλοιπο του ταξιδιού να μην έχω υπερβολικές απαιτήσεις, να μη ζητάω τουαλέτες και άλλα τέτοια αλλόκοσμα πράγματα. Εν τέλει, ύστερα από έξι περίπου ώρες από την ώρα που ξεκινήσαμε, φτάνουμε στο Σταθμό Λαρίσης. Η ώρα, έξι και είκοσι το απόγευμα. Η ημέρα, 12 Ιουλίου. Αλλά ακόμα αναρωτιέμαι αν βρισκόμαστε στο 2009.

10 Ιουλ 2009

Free riders

ΕΛΕΓΚΤΕΣ εισιτηρίων αποκλειστικής απασχόλησης για τον περιορισμό του φαινομένου της λαθρεπιβίβασης στα αστικά λεωφορεία, τα τρόλεϊ, το τραμ, τον ηλεκτρικό και το Μετρό προσλαμβάνει, λέει, ο Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών της Αθήνας (ΟΑΣΑ). Οι περίπου 150 νέοι ελεγκτές κομίστρου αναμένεται να πιάσουν δουλειά από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, με κύριο στόχο να περιοριστεί η εισιτηριοδιαφυγή, η οποία εξελίσσεται σε μεγάλη πληγή για τα οικονομικά του ΟΑΣΑ. Μάλιστα. Κατευθείαν μου έρχεται στο νου η εικόνα νεαρών συνήθως κοριτσιών που, κατεβαίνοντας στο μετρό, τις βλέπει κανείς με το χέρι προτεταμένο να προσφέρουν το ακυρωμένο, χρησιμοποιημένο εισιτήριό τους στους καινούργιους επιβάτες. Το κάνουν αυτό στα πλαίσια μιας νέας μόδας, ‘έξυπνων’ μετακινήσεων με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία πίσω απ’ τη μόδα αυτή κατ’ αυτόν τον τρόπο ‘ξεγελάμε’ το εγκαθιδρυμένο σύστημα χρήσης τραμ, μετρό, λεωφορείων χρησιμοποιώντας ένα εισιτήριο για να μετακινηθούν περισσότεροι του ενός επιβάτες. Αυτή η καινούργια μόδα μου θυμίζει ένα παμπάλαιο πολιτικοφιλοσοφικό ζητηματάκι, το περίφημο free rider problem, το οποίο εν ολίγοις θέτει το εξής ερώτημα: πόσο ηθικά αποδεκτή μπορεί να θεωρηθεί η συμπεριφορά κάποιου ο οποίος χρησιμοποιεί κοινόχρηστα αγαθά όπως εν προκειμένω οι μαζικές μεταφορές χωρίς να πληρώνει όπως υποχρεούται, εκμεταλλευόμενος το ότι οι περισσότεροι άλλοι πληρώνουν για ένα αγαθό το οποίο ο ίδιος μπορεί, εν συνεχεία, να απολαμβάνει τζαμπατζίδικα; Η συμπεριφορά αυτή μου φαίνεται βαθιά αντικοινωνική. Μου φαίνεται επίσης παρόμοια με τη νοοτροπία όσων προτιμούν, όταν πλησιάζουν εκλογές, να πάνε για μπάνιο αντί να ψηφίσουν, με το πρόσχημα ότι ‘όλοι ίδιοι είναι’ και την ακλόνητη βεβαιότητα ότι κάποιοι άλλοι θα μείνουν πίσω για να εκλέξουν κυβερνήσεις, νομάρχες, δημάρχους, ευρωβουλευτές, ιδρώνοντας πίσω από τα παραβάν όσο αυτοί απολαμβάνουν τις απλωτές τους. Όπως οι λαθρεπιβάτες των μέσων μαζικής μεταφοράς, έτσι κι αυτοί νιώθουν πιθανότατα ‘έξυπνοι’ που βρήκαν μια χαραμάδα, που ανακάλυψαν μια δυνατότητα να αποφύγουν εύσχημα τις υποχρεώσεις τους, αφήνοντας κάποια κορόιδα να κάνουν το καθήκον τους, να αγοράζουν εισιτήρια, να ψηφίζουν, να πληρώνουν φόρους. Κάνοντας έτσι χειρότερη τη ζωή και τη δική τους και των κορόιδων. Διότι βάζουν τους υπεύθυνους των μέσων μαζικής μεταφοράς να ασχοληθούν με την εισιτηριοδιαφυγή αντί με τη βελτίωση των προσφερόμενων μεταφορών, αφήνουν κάποιους άλλους να εκλέγουν θλιβερές κυβερνήσεις, επιφέρουν, με το να μην πληρώνουν τους φόρους τους, βαρύτερη φορολογία. Αλλά ως συνήθως με τους ‘έξυπνους’ στη χώρα αυτή, η εξυπνάδα τους δε φτάνει για να αναλογιστούν τις συνέπειες των πράξεών τους.

8 Ιουλ 2009

Μέχρι τότε μπορεί να 'ναι αργά

Ακούω από δελτία ειδήσεων κακόηχα ονόματα ανθρώπων εμπλεκόμενων σε οικονομικοπολιτικές συναλλαγές, διορισμούς, βρωμοδουλειές, εσχάτως και απαγωγές. Ένας κύριος Τρομπούκης λέει, εκ των συλληφθέντων για την απαγωγή Παναγόπουλου, ήταν, μέχρι που συνελήφθη ως ύποπτος για την απαγωγή του εφοπλιστή, μεγαλοεργολάβος αλλά και υποψήφιος της δημοτικής παράταξης της ΝΔ «Ολοι μαζί – Νέα αρχή», στην Αμφιλοχία. Ένα ακόμη σκάνδαλο παίρνει τη θέση του στο σωρό σκανδάλων που έχει συνθλίψει υπό το βάρος του την αξιοπιστία, την αξιοπρέπεια των εν Ελλάδι πολιτικών, συρρικνώνοντας ταυτόχρονα και τη δική μας, των απλών πολιτών, εκτίμηση γι’ αυτούς. Έχω την εντύπωση ότι όσο πάμε για μπάνιο όταν έρχεται η ώρα να σκεφτούμε τι να ψηφίσουμε και πώς να ψηφίσουμε, όταν πλησιάζει ο καιρός να κουβεντιάσουμε με τις παρέες μας πολιτικά, τόσο επιστρέφοντας από τα μπάνια θα πέφτουμε πάνω σε Τρομπούκηδες. Όσο απέχουμε ακόμη και από τα ελάχιστα, στοιχειώδη καθήκοντά μας ως πολιτών, τόσο πιο τερατώδεις διαστάσεις θα παίρνουν όσα αρχικά μας έκαναν να πάρουμε τις αποστάσεις που πήραμε. Και δυστυχώς διέξοδο από αυτή την κατάντια δε θα μας προσφέρουν ούτε οι δημοσιογράφοι που αποκαλύπτουν το ένα μετά το άλλο τα σκάνδαλα, ούτε οι εισαγγελείς που ερευνούν, ούτε οι δικαστές που καλούνται να καταδικάσουν. Διέξοδο θα πρέπει να βρούμε μόνοι μας, αβοήθητοι, ακαθοδήγητοι, αχειραγώγητοι. Και σ’ αυτό ακριβώς εντοπίζεται η δική μας, τεράστια ευθύνη. Μπορούμε να ανταπεξέλθουμε σ’ αυτή; Μέχρι στιγμής έχουμε αποδείξει πως όχι. Έχουμε δείξει ότι θα χρειαστούμε πολλούς ακόμη Τρομπούκηδες για να αποφασίσουμε να κάνουμε την υπέρβαση. Αλλά μέχρι τότε που θα πάρουμε τη μεγάλη απόφαση, μπορεί να μην έχει πια και σημασία.

7 Ιουλ 2009

Michael Jackson live

Οι μεσημεριανές και όχι μόνον εκπομπές διαφόρων ιδιωτικών καναλιών στήνονται σήμερα στην ουρά για να μεταδώσουν ζωντανά την κηδεία του Μάικλ Τζάκσον, του Μπέντζαμιν Μπάτον της μουσικής βιομηχανίας. Στο Λος Άντζελες, τα εισιτήρια για το σόου του στερνού αντίο στον άνθρωπο που γεννήθηκε ώριμος σόουμαν και πέθανε σαν παιδί σαστισμένο από το σύμπαν μεγάλων στο οποίο του έλαχε να 'μεγαλώσει', εξαντλήθηκαν προ πολλού. Δεν εξαντλούνται όμως οι ρεπόρτερ των καναλιών μας, που μέσα στο κατακαλόκαιρο αναμεταδίδουν με ταχύτητα που ξεπερνά και αυτή των χορευτικών του μεγάλου εκλιπόντος κάθε τελευταία εξέλιξη του επικήδειου σόου: ποιοι θα παρακολουθήσουν την 'τελετή', τι δήλωσαν άλλοι σταρ, πόσο δύσκολο ήταν να εξασφαλιστεί ένα 'μαγικό χαρτάκι' για την κηδεία του 'βασιλιά' και άλλα τέτοια, εξίσου ανεξάντλητα ως 'ζητήματα' με τους ίδιους τους ανθρώπινους αναμεταδότες τους. Τι κι αν ο Τζάκσον ήταν από καιρό στη 'ναφθαλίνη' ως σόουμαν ή οι δίσκοι του δεν πολυπούλαγαν; Τι κι αν είχε βυθιστεί στα διάφορα φαρμακευτικά σκευάσματα που έκαναν λίγο πιο υποφερτή την ανάποδη, δίχως παιδικά χρόνια ζωή που το αμερικανικό σταρ σύστεμ του επέβαλε να ζήσει; Αν το συγκεκριμένο σταρ σύστεμ ανάγκασε τον Μάικλ Τζάκσον να ζήσει τα παιδικά του χρόνια σαν ενήλικας επαγγελματίας του θεάματος και την υπόλοιπή του ζωή αναπολώντας, αναζητώντας τη χαμένη παιδική του ηλικία, η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση μας θέλει κι εμάς, τους κοινούς θνητούς να ζούμε μια παρατεταμένη παιδική ηλικία. Μας ζητά, απαλλαγμένοι από άλλες έγνοιες, να παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα για μέρες, εβδομάδες, μήνες, τα trivia της ταφής του 'βασιλιά της ποπ', να τα κουβεντιάζουμε με τις παρέες μας, να τα σκεφτόμαστε πριν μας πάρει ο ύπνος τα βράδια, να τα ξαναθυμόμαστε κάθε πρωί. Και κατ' αυτόν τον τρόπο, μέχρι το επόμενο σελέμπριτι που θα απασχολήσει την τηλεοπτική επικαιρότητα, να διάγουμε βίο παιδικό, ανέφελο, ξέγνοιαστο, απονήρευτο. Τελικά ο Τζάκσον ήταν μόνο το πιο προβεβλημένο σφάγιο των επαγγελματιών του θεάματος. Υπάρχουν εκατομμύρια άλλα πρόβατα επί σφαγή στο βωμό της ασημαντότητας. Και όλα με τηλεκοντρόλ στα χέρια.

6 Ιουλ 2009

Oι τηλεγκουρού ξαναχτυπούν



Βλέπω τελευταία διάφορους τηλεδημοσιογράφους σε πρωινές ή βραδινές ενημερωτικές εκπομπές, δελτία ειδήσεων, στρογγυλά τραπέζια γύρω από την απαγόρευση του καπνίσματος να δηλώνουν εκτός από πάνσοφοι και καπνιστές. Και άλλοτε με ‘χιούμορ’ - ‘έλα μωρέ, οι περισσότεροι Έλληνες καπνίζουν, ποιος θα υπακούσει σε τέτοια μέτρα…’ -, άλλοτε με εσκεμμένα υποτιμητικές εκφράσεις και αναφορές στο ‘χαφιεδονούμερο που καλεί όποιος επιθυμεί να "καρφώσει"…’, να ξεσπαθώνουν, με τη χαρακτηριστική τους έπαρση, εναντίον των αντικαπνιστικών μέτρων. Βλέπετε, στην τηλεδημοσιογραφική πιάτσα που έχει πάρει σχήμα και μορφή τα τελευταία είκοσι χρόνια με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, οι ημιμαθείς παντογνώστες, οι τηλεταγοί που με τη λαϊκίζουσα ρητορική τους διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης εκατομμυρίων νεοελλήνων έμαθαν από νωρίς ένα πράγμα: ότι δίχως τσιγάρο - ή τσιμπούκι για τους πιο ιντελεκτουέλ -, στυλάκι πολυάσχολου και πολυπράγμωνα, φωνές δήθεν απόγνωσης επί καθημερινής βάσεως επί παντός επιστητού και αδιαπραγμάτευτα πολύξερο ύφος δεν πας μπροστά. Σε άρθρο του στην τελευταία Athens Voice o Πάσχος Μανδραβέλης, ο καλύτερος ίσως επιφυλλιδογράφος των ημερών μας, που ξεχωρίζει όχι τόσο για οτιδήποτε άλλο αλλά, νομίζω, για μια καλλιέργεια που δυστυχώς δεν χαρακτηρίζει πολλούς άλλους συναδέλφους του, μας θυμίζει έναν παλιό κανόνα της δημοσιογραφίας: Φυσιολογικά, κάθε δημοσιογράφος πρέπει να ξέρει περισσότερα από τους αναγνώστες του, να διαβάζει και να ενημερώνεται περισσότερο απ’ όσο γράφει ή ενημερώνει. Αυτή είναι η προστιθέμενη αξία που προσφέρει μια επιχείρηση ενημέρωσης και ζητά από τους πελάτες της 1-4 ευρώ την ημέρα. Κι όμως: στις εφημερίδες δεν χαριτολογούμε απλώς ότι «οι δημοσιογράφοι πληρώνονται για να γράφουν, όχι για να διαβάζουν», το εφαρμόζουμε κιόλας. Η αγραμματοσύνη και η προχειρότητα είναι κανόνας στα εγχώρια ΜΜΕ. Βολεύει έναν τεράστιο αριθμό δημοσιογράφων (οι οποίοι δεν διαβάζουν ούτε εφημερίδες), αλλά και τις επιχειρήσεις που μειώνουν το κόστος εργασίας, επιτρέποντας στους δημοσιογράφους να έχουν δύο και τρεις επιπλέον δουλειές· όλες κακοπληρωμένες, και όλες σε βάρος της ποιότητας του προϊόντος. Αυτό θα έλεγα ότι έχει πάρει άνευ προηγουμένου διαστάσεις στην τηλεόραση, το κατ’ εξοχήν μέσο όπου με έλλειψη παιδείας, φτηνό λαϊκισμό, κραυγές αντί επιχειρημάτων, δημιουργία εύκολων εντυπώσεων αντί σκεπτόμενων τηλεθεατών μπορεί κανείς να πάει μπροστά. Πολύ μπροστά. Οι τηλεδημοσιογράφοι δεν πληρώνονται καν για να γράφουν όπως οι των εφημερίδων του κυρίου Μανδραβέλη. Πληρώνονται για να φωνάζουν, να χειρονομούν, να ωρύονται, να διαμορφώνουν δηλαδή ήσυχες συνειδήσεις με τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή προβληματισμού, να λειτουργούν ως ντελιβεράδες απόψεων για διανοητικά (καθυ)στερημένους τηλεθεατές. Με γνώμονα τι θα συγκινήσει τις ευεπηρέαστες, χειραγωγούμενες μάζες. Έτσι και με την απαγόρευση του καπνίσματος. Οι τηλεγκουρού ανέλαβαν, για μια ακόμη φορά, να οδηγήσουν το καραβάνι της οπισθοδρόμησης, της αντίδρασης, της γκρίνιας, στον γνώριμο προορισμό του: στην τηλεκατευθυνόμενη - κατευθυνόμενη από την τηλεόραση δηλαδή - χαύνωση.


Στη φωτογραφία οικογένεια τηλεθεατών ενημερώνεται για τα νέα αντικαπνιστικά μέτρα.

3 Ιουλ 2009

Train stories



Σκηνή πρώτη: Σταθμός Λαρίσης, στα εκδοτήρια εισιτηρίων. Περιμένω τη σειρά μου για να κόψω ένα εισιτήριο για Θεσσαλονίκη. Δεύτερη ημέρα απαγόρευσης του καπνίσματος σήμερα και ως μη καπνιστής νιώθω έναν πρωτόγνωρο ενθουσιασμό, που όσο κι αν προσπαθώ δε λέει να κοπάσει: μοιάζω με μικρό παιδί σε ένα τεράστιο λούνα παρκ, που δεν ξέρει τι να πρωτοκοιτάξει. Αυτό που βλέπω όμως μου τα χαλάει μέσα σε μια και μόνη στιγμή όλα. Λίγο πριν έρθει η σειρά μου βλέπω την υπάλληλο στο γκισέ να ανάβει τσιγάρο, με χαρακτηριστική άνεση. Της λέω ότι απαγορεύεται το κάπνισμα. Δεν δείχνει να ακούει. Της το ξαναλέω. ‘Γι’ αυτό κάναμε το χώρο κλειστό’ λέει, αναφερόμενη στο εκδοτήριο με το διάφανο πλαστικό που υπάρχει εκεί από αμνημονεύτων χρόνων, ‘για να καπνίζουμε’. Μήπως εννοεί ότι βρίσκομαι σε κέντρο νυχτερινής διασκέδασης και το εκδοτήριο αποτελεί το δίμετρο γυάλινο διαχωριστικό μεταξύ καπνιστών και μη καπνιστών; Μήπως αντί να κατέβω από το μετρό στο Σταθμό Λαρίσης κατέβηκα στο Μεταξουργείο ή αλλού και μπήκα σε κάποιο μπουζουξίδικο; Κοιτάω γύρω μου, όχι, στο σταθμό βρίσκομαι και ακούω την κυρία αυτή να λέει επιπλέον ότι ‘δεν ενοχλείται κανείς’. Μια άλλη κυρία από την ουρά πίσω μου φωνάζει ότι βρίσκεται σε δημόσιο χώρο και δεν θα έπρεπε να καπνίζει. ('Η μήπως φωνάζει σε μένα ότι βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο και δε θα έπρεπε να διαμαρτύρομαι;) Για να κλείσω αυτή την καταδικασμένη σε ασυνεννοησία κουβέντα, της λέω ότι θα πάρω τηλέφωνο στο 1142 για να ρωτήσω αν όσα μου είπε στέκουν. ‘Πάρτε και ρωτήστε’ μου λέει ατάραχη, με ύφος ανθρώπου που δεν έχει τίποτα και κανέναν να φοβηθεί.

Σκηνή δεύτερη: με το εισιτήριο στο χέρι, στο Εverest του σταθμού. Ευχάριστη έκπληξη: κανείς δεν καπνίζει, παρότι πουθενά, όσο κι αν έψαξα, δε βρήκα κάποιο ενημερωτικό αυτοκόλλητο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου μπορώ στον συγκεκριμένο χώρο να καθίσω σε ένα τραπεζάκι να φάω μια τυρόπιτα, να πιω έναν καφέ χωρίς να νιώθω να πνίγομαι. ‘Αχ καθαρός αέρας’: η φράση αυτή μου ξεφεύγει δυο-τρεις φορές, ο ενθουσιασμός μου ανίκητος. Καλώ και από το κινητό μου το 1142, γιατί δεν ξέχασα τη θρασύτατη υπάλληλο, αλλά μια φωνή με ενημερώνει ότι ο αριθμός αυτός δεν υπάρχει. Μόνο από σταθερό λοιπόν. Παρότι πουθενά δεν υπάρχουν ενημερωτικές ταμπελίτσες ή σήματα, όσοι βρίσκονται εντός του Everest μάλλον υπέθεσαν ότι απαγορεύεται το κάπνισμα – που μέχρι την προηγούμενη φορά έκανε αδύνατη την παραμονή ενός μη καπνιστή στο χώρο – και συμπεριφέρονται αναλόγως. Με καλή διάθεση ετοιμάζομαι για την άφιξη του τρένου μου και την επιβίβαση.

Σκηνή τρίτη: στο τρένο. Βρισκόμαστε αρκετές ώρες μέσα στο ταξίδι, πλησιάζουμε πια στη Λάρισα και ο ελεγκτής περνάει με ένα εργαλείο στα χέρια για να ανοίξει τα παράθυρα, εξηγώντας ότι λόγω των προβλημάτων του κλιματισμού όσοι επιβάτες επιθυμούν μπορούν να του ζητήσουν να τους τα ανοίξει. Όταν φτάνει στο κάθισμά μου, του ζητάω να ανοίξει το παράθυρό μου κι εκείνος με κοιτάζει κάπως δύσπιστα, λέγοντας εν τέλει: ‘να το ανοίξω αν ζεσταίνεστε, όχι για…’ αφήνοντας ημιτελή τη φράση του. ‘Όχι για…’; Κάπως μου έκατσε αυτό το ‘όχι για…’. Υπονοούσε ότι υπό αυτές τις άθλιες συνθήκες, σε ένα τρένο παμπάλαιο, βρώμικο, με τις αναμενόμενες αναπάντεχες καθυστερήσεις, τον ανύπαρκτο κλιματισμό, τους αγενείς ελεγκτές θα απολάμβανα τόσο το ταξίδι που έτσι, χωρίς λόγο, for some extra fun, θα του ζητούσα να ανοίξει και το παράθυρο για να ικανοποιήσω κάποιο καπρίτσιο μου, ο κακομαθημένος επιβάτης; Δεν του λέω τίποτα, μόνο ότι ζεσταίνομαι και αποφασίζει να μου κάνει τη χάρη και να ανοίξει το παράθυρο. Κι έτσι συνεχίζεται το ταξίδι προς Θεσσαλονίκη, μια πόλη στην οποία, όπως είδα στις εφημερίδες στο ίντερνετ το πρωί πριν ξεκινήσω για το σταθμό, μόνο πέντε από τα εκατοντάδες καφεστιατόρια και μπαρ της μέχρι 70 τ.μ. ζήτησαν να συμπεριληφθούν στην απαγόρευση του καπνίσματος…

1 Ιουλ 2009

Πάμε απόψε στη Βίσση; Που τραγουδάει; Στο Ηρώδειο καλέ!

Η παραχώρηση του Ηρωδείου για συναυλία της Άννας Βίσση αντιπροσωπεύει νομίζω μια ενθουσιώδη, για τους φανς της, εκπόρθηση ενός χώρου-συμβόλου. Το Ηρώδειο, από τότε που το θυμάμαι, αποτελούσε χώρο ταγμένο να φιλοξενεί καλλιτέχνες και παραστάσεις που έστεκαν έξω, μακριά από το σωρό. Στους πρόποδες της Ακρόπολης, το αρχαίο αυτό θέατρο παραδοσιακά φιλοξενούσε θεάματα άλλης αισθητικής, άποψης και εμβέλειας από την αγοραία. Θυμάμαι να έχω παρακολουθήσει στο παρελθόν στο χώρο αυτό 'Προμηθέα Δεσμώτη' από το Θέατρο Τέχνης αλλά και συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Βλέπετε τις εποχές εκείνες δεν υπήρχαν στην Ελλάδα ποπ σταρς του διαμετρήματος μιας Βίσση. Υπήρχαν 'μόνο', για να δει κανείς στο Ηρώδειο, σκηνοθέτες όπως ο Κουν - ακόμη τον θυμάμαι, όταν τελείωσε η παράσταση, να βγαίνει για να χαιρετίσει τους θεατές - και συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις ή ο Θεοδωράκης. Σήμερα υπάρχουν, αναμφίβολα, πολλά μεγαλύτερα θέατρα ή γήπεδα τα οποία θα μπορούσε να είχε προτιμήσει η κυρία Βίσση για τη συναυλία της. Όμως κάθε προσωπικότητα της σόου μπιζ, κάθε αγοραίος τραγουδιστής, όταν πια χορτάσει από χρήμα και εφήμερη δόξα, νιώθει - παρά τα εκατομμύρια που πιθανότατα έχει κερδίσει από χρόνια στα τσαρτς των 'επιτυχιών' και τους χιλιάδες πιστούς φανς - μειονεκτικά σε σχέση με κάποιους άλλους καλλιτέχνες. Kαλλιτέχνες που μπορεί να μην κερδίζουν εκατομμύρια, απολαμβάνουν όμως την ειλικρινή και όχι συστημικά μαγειρεμένη εκτίμηση κάποιων όχι φανς, αλλά συνειδητοποιημένων ακροατών. Και γι’ αυτό επιδιώκει την κάθαρση. Αναζητά το αναβάπτισμα σε χώρους κατά κανόνα αμόλυντους από την πολιτιστική βιομηχανία και τα προϊόντα της, προκειμένου να νιώσει καταξιωμένος, πραγματικά 'μεγάλος': τόσο μεγάλος, ώστε να φιλοξενείται σε ένα χώρο που μέχρι χθες φιλοξενούσε κατά παράδοση άλλου ύφους και ήθους καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η συναυλία στο Ηρώδειο αποτελεί αναμφίβολα μια μεγάλη νίκη για την Άννα Βίσση στην προσωπική της μάχη για εξαγνισμό από την ευτέλεια της ποπ μουσικής βιομηχανίας. Και μια - ακόμη - μεγάλη ήττα για τον πολιτισμό μας.